- ὀργανοποιία
- ὀργανοποιίᾱ , ὀργανοποιίαinstrument-makingfem nom/voc/acc dualὀργανοποιίᾱ , ὀργανοποιίαinstrument-makingfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀργανοποιίᾳ — ὀργανοποιίᾱͅ , ὀργανοποιία instrument making fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργανοποιίας — ὀργανοποιίᾱς , ὀργανοποιία instrument making fem acc pl ὀργανοποιίᾱς , ὀργανοποιία instrument making fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργανοποιίαν — ὀργανοποιίᾱν , ὀργανοποιία instrument making fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργανοποιίαις — ὀργανοποιία instrument making fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οργανοποία — η (Α ὀργανοποιία) [οργανοποιός] νεοελλ. 1. κατασκευή μουσικών οργάνων 2. βιομηχανία παραγωγής και επιδιόρθωσης μουσικών οργάνων αρχ. 1. κατασκευή οργάνων, εργαλείων ή μηχανών 2. σχηματισμός ενός ανατομικού οργάνου … Dictionary of Greek